- μηδεπωποτε
- μηδεπώποτεμηδε-πώποτεadv., тж. раздельно никогда еще, еще ни разу Dem., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μηδεπώποτε — (Α) επίρρ. ποτέ ώς τώρα, ποτέ ακόμη ώς τώρα («καὶ τῶν μηδεπώποτ ἰδόντων ἐμέ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + πώποτε «ποτέ ώς τώρα»] … Dictionary of Greek
μηδεπώποτε — never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδεπώποθ' — μηδεπώποτε , μηδεπώποτε never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδεπώποτ' — μηδεπώποτε , μηδεπώποτε never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)